- διτετράγωνος
- η , ο [ος , ον ] мат. биквадратный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διτετράγωνος — ο 1. αυτός που αποτελείται από δύο τετράγωνα 2. «διτετράγωνος εξίσωση» εξίσωση τετάρτου βαθμού, η οποία περιέχει μόνο άρτιες δυνάμεις τού άγνωστου χ … Dictionary of Greek
διτετράγωνος — η, ο (μαθ.), αυτός που περιλαμβάνει δύο τετράγωνα αριθμών: Διτετράγωνο τριώνυμο. – Διτετράγωνη εξίσωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)